- εκατοντάδραχμος
- -η, -ο (AM ἑκατοντάδραχμος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που αξίζει εκατό δραχμές («εκατοντάδραχμη μετοχή»)2. το ουδ. ως ουσ. το εκατοντάδραχμονόμισμα αξίας εκατό δραχμών, (ε)κατοστάρικοαρχ.αυτός που ζυγίζει εκατό δραχμές.
Dictionary of Greek. 2013.